παρωνόμασεν

παρωνόμασεν
παρονομάζω
call with a slight change of name
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρονομάζω — Α 1. ονομάζω κάτι με ονομασία ελαφρά αλλοιωμένη, αλλάζω ελαφρά το όνομα κάποιου («Ἀκτικὴν τὴν νῡν Ἀττικήν παρονομασθεῑσαν», Στράβ.) 2. παράγω, σχηματίζω ένα όνομα από άλλο 3. παθ. παρονομάζομαι παίρνω παρωνύμιο, παρατσούκλι 4. προσθέτω σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”